- πρωτεϊνούχος
- -α, -ο, Ναυτός που περιέχει πρωτεΐνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτεΐνη + -ούχος* (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκωματούχος — ο, θηλ. και α αυτός που περιέχει λεύκωμα, πρωτεϊνούχος … Dictionary of Greek